τζαμπατζής — και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν 1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές 2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
τζαμπατζήδικος — η, ο, Ν [τζαμπατζής] αυτός που αποχτιέται ή γίνεται χωρίς πληρωμή, ανέξοδος. επίρρ... τζαμπατζήδικα Ν δωρεάν, ανέξοδα, χωρίς πληρωμή … Dictionary of Greek
τσαμπατζής — ο, Ν βλ. τζαμπατζής … Dictionary of Greek
τσαμπατζής — ο βλ. τζαμπατζής, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)